- πρωτόφαντος
- η , ο1) ранний (о плодах); 2) невиданный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτόφαντος — η, ο, Ν 1. πρωτοφανής 2. πρωτοφανήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + φαντός (< φαίνω), πρβλ. πολύ φαντος] … Dictionary of Greek
πρωτόφαντος — η, ο για καρπούς και λαχανικά, αυτός που βγαίνει νωρίς, ο πρώιμος, ο προφαντός, ο πρωτόλουβος: Πρωτόφαντα λαχανικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανίδωτος — η, ο 1. αυτός που κανένας ως τώρα δεν τον έχει δει ή δεν μπορεί να τον δει ή να τον συναντήσει 2. εκείνος που δεν έχουμε δει όμοιό του ως τώρα, ο πρωτοφανής, ο πρωτόφαντος 3. ο αόρατος … Dictionary of Greek
τροφαντός — και τορφαντός, ή, ό, Ν 1. (για καρπούς και λαχανικά) αυτός που ωρίμασε νωρίς, πρώιμος 2. (για πρόσ.) αφράτος, προκλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *πρωτοφαντός (< πρωτ(ο) * + φαντός < φαίνω) με ανομοίωση. Κατ άλλη άποψη, το τ τού τ. κατ… … Dictionary of Greek
καινός, -ή, -ό — καινούριος, που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, πρωτόφαντος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτοφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, και πρωτοφάνερος, η, ο αυτός που για πρώτη φορά έγινε ή παρουσιάστηκε, φάνηκε, αλλ. πρωτόφαντος, καταπληκτικός: Πρωτοφανής τόλμη. – Πρωτοφανής αναίδεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτόβγαλτος — η, ο 1. αυτός που βγαίνει για πρώτη φορά, ο πρωτόφαντος, ο νέος, ο φρέσκος. 2. αρχάριος, άπειρος, πρωτάρης: Πρωτόβγαλτο κορίτσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροφαντός — τροφαντός, ή, ό και τορφαντός, ή, ό (αντί προφαντός) 1. πρώιμος, πρωτόφαντος (για καρπούς): Τροφαντό πορτοκάλι. 2. μτφ., παχύς, καλοθρεμμένος, μεστωμένος (για ανθρώπους): Τροφαντό κορίτσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)